Делата στα ελληνικά
Μετάφραση: делата, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, περιπτώσεις, περιπτώσεων, υποθέσεις, περίπτωση, τις περιπτώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- декорации στα ελληνικά - τοπίο, διακοσμήσεις, διακοσμητικά, διακόσμηση, στολίδια, διακοσμήσεων
- декрет στα ελληνικά - θεσπίζω, θέσπισμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
- делегация στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
- деление στα ελληνικά - διχοτόμηση, χώρισμα, διαμέρισμα, κατάτμηση, διαχωριστικό
Τυχαίες λέξεις
Делата στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, περιπτώσεις, περιπτώσεων, υποθέσεις, περίπτωση, τις περιπτώσεις
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, περιπτώσεις, περιπτώσεων, υποθέσεις, περίπτωση, τις περιπτώσεις