Κάνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κάνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
делата, превеждам, правя, направи, направите, направя, направим
Κάνω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάνω

κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω καμ μπακ, κάνω come back στίχοι, κάνω come back, κάνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κάνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κάμπος στα βουλγαρικά - равнина, обикновен, ясен, обикновена, ясно
  • κάμπτω στα βουλγαρικά - завой, огъване, на огъване, огъват, извивка
  • κάπα στα βουλγαρικά - плащ, нос, Кабо, Кейп, Cape, пелерина
  • κάπαρη στα βουλγαρικά - каперси, каперсите, от каперси, кейпърс
Τυχαίες λέξεις
Κάνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: делата, превеждам, правя, направи, направите, направя, направим