Κατασκευάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
делата, промишленост, измислям, производство на, произведе, изфабрикувам, да произведе
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασκευάζω
κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω κοσμήματα, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω θερμοκήπιο, κατασκευάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατασκευάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταρροή στα βουλγαρικά - простуда, хрема, катар, катар на
- κατασκήνωση στα βουλγαρικά - къмпинг, лагер, лагера, лагери
- κατασκευή στα βουλγαρικά - строителство, изграждане, строителството, конструкция, строеж
- κατασκευαστής στα βουλγαρικά - създателя, производител, Производителят, производителя, на производителя
Τυχαίες λέξεις
Κατασκευάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: делата, промишленост, измислям, производство на, произведе, изфабрикувам, да произведе
Μεταφράσεις: делата, промишленост, измислям, производство на, произведе, изфабрикувам, да произведе