Дисциплина στα ελληνικά
Μετάφραση: дисциплина, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- диспечер στα ελληνικά - αποστολέας, αποστολέα, αποστολέα που, αποστολέα που έχει
- диспут στα ελληνικά - διαφωνία, διένεξη, διεκδικώ, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
- диференциация στα ελληνικά - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- дифракция στα ελληνικά - περίθλαση, διάθλαση, περίθλασης, διάθλασης, περιθλάσεως
Τυχαίες λέξεις
Дисциплина στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Μεταφράσεις: πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία