Добитък στα ελληνικά
Μετάφραση: добитък, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, απόθεμα, ζώα, κτηνοτροφία, ζωικού κεφαλαίου, κτηνοτροφίας, ζωικό κεφάλαιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- днешния στα ελληνικά - σήμερα, σημερινή, και σήμερα, σημερινής
- добавка στα ελληνικά - πρόσθετο, πρόσμειξη, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
- доблестния στα ελληνικά - ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες
- добра στα ελληνικά - καλός, αγαθός, καλή, καλό, καλής, καλές
Τυχαίες λέξεις
Добитък στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, απόθεμα, ζώα, κτηνοτροφία, ζωικού κεφαλαίου, κτηνοτροφίας, ζωικό κεφάλαιο
Μεταφράσεις: παρακρατώ, απόθεμα, ζώα, κτηνοτροφία, ζωικού κεφαλαίου, κτηνοτροφίας, ζωικό κεφάλαιο