Доверие στα ελληνικά
Μετάφραση: доверие, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστοσύνη, πίστωση, εμπιστεύομαι, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις
- добряк στα ελληνικά - καλός, είδος, ευγενικός, καλό παιδί, καλός άνθρωπος, καλός τύπος
- добър στα ελληνικά - αγαθός, καλός, καλή, καλό, καλής, καλές
- довлечения στα ελληνικά - συνέπεια, υπόνοια, Σύρετε, drag, Μεταφέρετε, Μεταφορά, Σύρετε το
- довод στα ελληνικά - διαφωνία, επιχείρημα, λογομαχία, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Τυχαίες λέξεις
Доверие στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, πίστωση, εμπιστεύομαι, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, πίστωση, εμπιστεύομαι, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των