Εμπιστοσύνη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπιστοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπιστοσύνη
εμπιστοσύνη συνώνυμα, εμπιστοσύνη συνώνυμο, εμπιστοσύνη στο θεό, εμπιστοσύνη στη σχέση, εμπιστοσύνη αγγλικά, εμπιστοσύνη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπιστοσύνη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμπιστευτικός στα βουλγαρικά - поверителен, поверителна, поверителни, поверително, конфиденциална
- εμπιστεύομαι στα βουλγαρικά - доверие, доверието, на доверие, на доверието
- εμπλέκομαι στα βουλγαρικά - ръмжене, озъбване, обърквам, зъбене, озъбвам се
- εμπλέκω στα βουλγαρικά - уплитам, захваща, улавянето, зацепвам, улавянето на
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστοσύνη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието
Μεταφράσεις: доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието