Евкалипт στα ελληνικά
Μετάφραση: евкалипт, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- евангелист στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
- евангелския στα ελληνικά - Ευαγγέλιο, Ευαγγελίου, το ευαγγέλιο, Gospel, του Ευαγγελίου
- евнух στα ελληνικά - ευνούχος, ευνούχο, ευνούχου, ευνούχων, των ευνούχων
- еволюция στα ελληνικά - εξέλιξη, ανάπτυξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, έκλυση, εξελίξεις
Τυχαίες λέξεις
Евкалипт στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
Μεταφράσεις: ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους