Изменчивия στα ελληνικά
Μετάφραση: изменчивия, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασταθής, ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, μεταβλητός, Μεταβλητή, Μεταβλητό, Μεταβλητού, Variable
Μεταφράσεις
- излъчване στα ελληνικά - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
- изменение στα ελληνικά - μετατροπή, τροποποίηση, παραλλάζω, παραλλαγή, μεταβολή, αλλάζω, τροπολογία, ...
- измерване στα ελληνικά - καταμέτρηση, μετρώ, μέτρο, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, ...
- измерение στα ελληνικά - μέτρηση, καταμέτρηση, διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
Τυχαίες λέξεις
Изменчивия στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασταθής, ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, μεταβλητός, Μεταβλητή, Μεταβλητό, Μεταβλητού, Variable
Μεταφράσεις: ασταθής, ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, μεταβλητός, Μεταβλητή, Μεταβλητό, Μεταβλητού, Variable