Λέξη: αποκοπή

Σχετικές λέξεις: αποκοπή

αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή δικαιώματος πειραιώς, αποκοπή χαλινού, αποκοπή ρεύματος στην κύπρο, αποκοπή συνώνυμο, αποκοπή από κεντρική θέρμανση

Συνώνυμα: αποκοπή

αποκόλληση, απόσπαση τμήματος μάζας, ρήξη, διαχωρισμός, εκτομή, ακρωτηριασμός

Μεταφράσεις: αποκοπή

αποκοπή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amputation, standard, rate, fixed, cut, sum

αποκοπή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amputación, estándar, norma, estándar de, nivel, normal

αποκοπή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amputation, Standard, Norm

αποκοπή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amputation, standard, norme, niveau, normes, la norme

αποκοπή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amputazione, standard, norma, standard di, serie, livello

αποκοπή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padrão, norma, padrão de, standard, normal

αποκοπή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
standaard, norm, is standaard, standaard-

αποκοπή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отнятие, ампутация, стандарт, стандартный, стандартная, стандарта, стандартные

αποκοπή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
standard, standarden

αποκοπή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amputation, standard, standarden, vanlig

αποκοπή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
standardi, tavallinen, standardin, vakio, standardia

αποκοπή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
standard, standarden

αποκοπή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odnětí, amputace, standard, standardní, norma, standard s, běžná

αποκοπή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odcięcie, amputacja, standard, norma, sztandar, poziom, wzorzec

αποκοπή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
standard, szabvány, szabványos, normál, szokásos

αποκοπή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
standart, standardı, standart bir, standard

αποκοπή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ампутація, стандарт

αποκοπή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
standard, standarde, standardi, standart, standard i

αποκοπή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стандарт, стандартен, стандартната, стандартна, стандартно

αποκοπή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стандарт

αποκοπή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
standard, Standardi, standardile, standardse, kindlad

αποκοπή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amputacija, standard, standardni, standardna, standardnom, norma

αποκοπή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðall, staðlaða, staðlað, staðalbúnaður, staðli

αποκοπή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
standartas, standartinis, standartinė, standarto, standartą

αποκοπή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
standarts, standarta, standartnovirze, standartu

αποκοπή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стандард, стандардот, стандардни, стандардна, стандарден

αποκοπή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
standard, standard de, standardul, standardului

αποκοπή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
standardna, standardni, Standard, standardno, standardne

αποκοπή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štandard, Standard, štandardná, štandart, śtandard

Στατιστικά δημοτικότητας: αποκοπή

Τυχαίες λέξεις