Кабел στα ελληνικά
Μετάφραση: кабел, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, επενδύω, καλώδιο, καλωδίου, καλωδιακή, καλωδίων, καλωδιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- к στα ελληνικά - ια, k, Κ, ι
- кабала στα ελληνικά - cabala, καμπάλα
- кавалер στα ελληνικά - θαυμαστής, Beau, του Beau, το beau, καρδ
- кавалерия στα ελληνικά - άλογο, ιππικό, ιππικού, το ιππικό, ιππείς, του ιππικού
Τυχαίες λέξεις
Кабел στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, επενδύω, καλώδιο, καλωδίου, καλωδιακή, καλωδίων, καλωδιακής
Μεταφράσεις: παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, επενδύω, καλώδιο, καλωδίου, καλωδιακή, καλωδίων, καλωδιακής