Επενδύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επενδύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
линия, кабел, занимание, заемане, инвестирам, инвестират, инвестира, инвестиции, инвестираме
Επενδύω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενδύω

επενδύω αγγλικά, επενδύω συναισθηματικά, επενδύω ετυμολογια, επενδύω λεξικό, επενδυω συνώνυμα, επενδύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επενδύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επεμβαίνω στα βουλγαρικά - намесва, пречат, се намесва, намесват, пречи
  • επενέργεια στα βουλγαρικά - действие, движение, влияние, механизъм, ефект, сила, въздействие, ...
  • επενεργώ στα βουλγαρικά - влияние, актове, действия, актове за, актовете
  • επεξεργάζομαι στα βουλγαρικά - сложен, разработи, разработва, разработят, изработи
Τυχαίες λέξεις
Επενδύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: линия, кабел, занимание, заемане, инвестирам, инвестират, инвестира, инвестиции, инвестираме