Киселина στα ελληνικά

Μετάφραση: киселина, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύς, οξύ, οξέος, οξέως, οξέων
Киселина στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кинотеатър στα ελληνικά - κινηματογραφικός, κινηματογράφος, σινεμά, κινηματογράφου, κινηματογράφο, cinema
  • кирка στα ελληνικά - πάρει, επιλέξετε, διαλέξετε, να πάρει, πάρτε
  • киселинност στα ελληνικά - ξινός, οξύτητα, οξύτητας, την οξύτητα, της οξύτητας, η οξύτητα
  • киска στα ελληνικά - ψιψίνα, wisecracks, κρυανάλατα ευφυολογήματά
Τυχαίες λέξεις
Киселина στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύς, οξύ, οξέος, οξέως, οξέων