Ковчег στα ελληνικά
Μετάφραση: ковчег, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάσα, κιβούρι, φέρετρο, το φέρετρο, φέρετρου, φέρετρό, φερέτρου
Μεταφράσεις
- коварство στα ελληνικά - απιστία, δολιότητα, προδοσίας, δόλιοι, κακοπιστία
- ковка στα ελληνικά - παραχάραξη, εύπλαστος, όλκιμο, όλκιμος, όλκιμου, ο όλκιμος
- кога στα ελληνικά - όταν, πότε, κατά, κατά την
- кого στα ελληνικά - ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποίων
Τυχαίες λέξεις
Ковчег στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάσα, κιβούρι, φέρετρο, το φέρετρο, φέρετρου, φέρετρό, φερέτρου
Μεταφράσεις: κάσα, κιβούρι, φέρετρο, το φέρετρο, φέρετρου, φέρετρό, φερέτρου