Конец στα ελληνικά

Μετάφραση: конец, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
Конец στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кондуктор στα ελληνικά - μαέστρος, αγωγός, αγωγού, αγωγό, του αγωγού
  • коне στα ελληνικά - άλογα, αλόγων, τα άλογα, ίππων, ίππους
  • конната στα ελληνικά - χώρος, δωμάτιο, άλογο, αλόγου, ίππων, αλόγων, των ίππων
  • конница στα ελληνικά - ιππικό, ιππικού, το ιππικό, ιππείς, του ιππικού
Τυχαίες λέξεις
Конец στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος