Консумация στα ελληνικά
Μετάφραση: консумация, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνες, κατανάλωση, φθίση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- консул στα ελληνικά - πρόξενος, πρόξενο, προξένου, Consul, ύπατος
- консултация στα ελληνικά - διαβούλευση, διαβούλευσης, διαβουλεύσεις, διαβουλεύσεων, από διαβούλευση
- контейнер στα ελληνικά - δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
- контекст στα ελληνικά - πλαίσιο, συμφραζόμενα, πλαίσια, το πλαίσιο, πλαισίου
Τυχαίες λέξεις
Консумация στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνες, κατανάλωση, φθίση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις: δαπάνες, κατανάλωση, φθίση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από