Лепило στα ελληνικά

Μετάφραση: лепило, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Лепило στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лентяй στα ελληνικά - Κρίμα, bummer, Ατυχία
  • леопард στα ελληνικά - λεοπάρδαλη, leopard, λεοπάρδαλης, λεοπάρ
  • лес στα ελληνικά - δάσος, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
  • леса στα ελληνικά - σκαλωσιά, κρεμάλα, ικρίωμα, εμπόδιο, το εμπόδιο, hurdle, εμπόδιο για, ...
Τυχαίες λέξεις
Лепило στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα