Малцинство στα ελληνικά

Μετάφραση: малцинство, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Малцинство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • малина στα ελληνικά - βατόμουρο, σμέουρο, σμέουρων, βατόμουρου, σμέουρου
  • малоумен στα ελληνικά - στοιχειώδης, μωρός, χαζός, ανόητο, ανόητος
  • манастир στα ελληνικά - μοναστήρι, μονή, μονής, μοναστηριού, Ιερά Μονή
  • мандат στα ελληνικά - εντολή, εντολής, την εντολή, θητείας, θητεία
Τυχαίες λέξεις
Малцинство στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων