Машинист στα ελληνικά
Μετάφραση: машинист, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανουργός, οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- машина στα ελληνικά - μηχάνημα, κούρσα, μηχανή, μηχανής, μηχανήματος, πλυντήριο
- машини στα ελληνικά - μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
- мащерка στα ελληνικά - θυμάρι, θυμαριού, θυμαρίσιο, το θυμάρι, του θυμαριού
- мащеха στα ελληνικά - μητριά, θετή μητέρα, τη θετή μητέρα, τη μητριά, η θετή μητέρα
Τυχαίες λέξεις
Машинист στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανουργός, οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
Μεταφράσεις: μηχανουργός, οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης