Мела στα ελληνικά

Μετάφραση: мела, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιπόλαιος, ρηχός, Μελά, mela, ονομασία mela, την ονομασία mela, με την ονομασία mela
Мела στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • междуцарствие στα ελληνικά - μεσοβασιλεία, διάλειμμα, μεσοδιάστημα, μεσοβασιλείας, μεσοδιαστήματος
  • мел στα ελληνικά - κιμωλία, mel, Μελ, ιίπθΙ, του Μελ, πιεί
  • меласа στα ελληνικά - μέλασσα, μελάσσας, μελάσα, μελάσας, μελάσες
  • мелодия στα ελληνικά - μελωδία, μελωδίας, τη μελωδία, ελωδία, μελωδίες
Τυχαίες λέξεις
Мела στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιπόλαιος, ρηχός, Μελά, mela, ονομασία mela, την ονομασία mela, με την ονομασία mela