Оженен στα ελληνικά
Μετάφραση: оженен, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντρεμένος, παντρεμένη, hitched, hitched με, είναι hitched
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- одобрят στα ελληνικά - καλλιεργώ, τρέφω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
- одумка στα ελληνικά - odumka
- озадачилата στα ελληνικά - αμηχανία, προβλημάτισε, μπερδεμένος, προβληματισμένος, προβληματισμένοι
- означаха στα ελληνικά - σημαίνω, Ενδείξεις, ενδείξεων, ενδείξεις που, Οι ενδείξεις, Θεραπευτικές ενδείξεις
Τυχαίες λέξεις
Оженен στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντρεμένος, παντρεμένη, hitched, hitched με, είναι hitched
Μεταφράσεις: παντρεμένος, παντρεμένη, hitched, hitched με, είναι hitched