Παντρεμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παντρεμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
омъжена, оженен, женен, оженил, женени, се жени
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεμένος
παντρεμένος με αλλοδαπή ο καραϊσκάκης της χρυσής αυγής, παντρεμένος με παιδιά, παντρεμένος μπασκετμπολίστας άφησε έγκυο 18χρονη, παντρεμένος ερωτευμένος με άλλη, παντρεμένος ονειροκρίτης, παντρεμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παντρεμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παντρειά στα βουλγαρικά - брак, омъжи, ожени, женеха, ожени за, женеха се
- παντρεμένη στα βουλγαρικά - омъжена, оженен, женен, оженил, женени, се жени
- παντρεύομαι στα βουλγαρικά - сряда, обединявам, женя се, омъжвам, съчетавам, Сря
- παντόφλα στα βουλγαρικά - чехъл, пантоф, чехли, пантофка, челюст
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: омъжена, оженен, женен, оженил, женени, се жени
Μεταφράσεις: омъжена, оженен, женен, оженил, женени, се жени