Око στα ελληνικά
Μετάφραση: око, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- окарина στα ελληνικά - οκαρίνα, ocarina, του ocarina
- океан στα ελληνικά - ωκεανός, ωκεανό, ωκεανών, ωκεανού, των ωκεανών
- около στα ελληνικά - από, περίπου, σχετικά με, για, σχετικά, για το
- окончание στα ελληνικά - τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, κατάληξη, λήγει, που λήγει, ...
Τυχαίες λέξεις
Око στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού