Μάτι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μάτι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
око, глад, очите, окото, очи, на очите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάτι
μάτι γερακιού, μάτι του ώρου, μάτι αττικής, μάτι της τίγρης ιδιότητες, μάτι κουζίνας, μάτι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μάτι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μάσκα στα βουλγαρικά - маска, прикрие, маскира, маскират, да маскира
- μάταιος στα βουλγαρικά - суетен, напразен, напразно, напразни, суетни
- μάτσο στα βουλγαρικά - китка, куп, няколко, букет, връзка
- μάχη στα βουλγαρικά - стълкновение, конфликт, сражение, бой, противоречие, битка, битката, ...
Τυχαίες λέξεις
Μάτι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: око, глад, очите, окото, очи, на очите
Μεταφράσεις: око, глад, очите, окото, очи, на очите