Омлет στα ελληνικά
Μετάφραση: омлет, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- олово στα ελληνικά - λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
- олтар στα ελληνικά - βωμός, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
- омоним στα ελληνικά - ομώνυμο, ομώνυμη, ομώνυμου, ομώνυμης, ομώνυμος
- омраза στα ελληνικά - μισώ, μίσος, έχθρα, μίσους, το μίσος, του μίσους
Τυχαίες λέξεις
Омлет στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Μεταφράσεις: ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με