Омъжена στα ελληνικά
Μετάφραση: омъжена, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- омоним στα ελληνικά - ομώνυμο, ομώνυμη, ομώνυμου, ομώνυμης, ομώνυμος
- омраза στα ελληνικά - μισώ, μίσος, έχθρα, μίσους, το μίσος, του μίσους
- опазвам στα ελληνικά - συντηρώ, διατηρώ, διασώζω, φρουρά, φύλακας, φρουράς, προστατευτικό, ...
- опаковки στα ελληνικά - συσκευασία, πακέτα, συσκευασίες, πακέτων, συσκευασιών, τα πακέτα
Τυχαίες λέξεις
Омъжена στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Μεταφράσεις: παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι