Практика στα ελληνικά

Μετάφραση: практика, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτική, άσκηση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Практика στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • праз στα ελληνικά - πράσο, πράσα, τα πράσα, πράσων, πράσα που
  • празник στα ελληνικά - φιέστα, αργία, γιορτή, διακοπές, διακοπών, τις διακοπές
  • практически στα ελληνικά - σχεδόν, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
  • праотец στα ελληνικά - πρόγονος, προπάτωρ, προπάτορός, forefather, προπάτορας
Τυχαίες λέξεις
Практика στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτική, άσκηση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές