Практика στα ελληνικά
Μετάφραση: практика, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτική, άσκηση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
![Практика στα ελληνικά Практика στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-bg-gr-2856.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- праз στα ελληνικά - πράσο, πράσα, τα πράσα, πράσων, πράσα που
- празник στα ελληνικά - φιέστα, αργία, γιορτή, διακοπές, διακοπών, τις διακοπές
- практически στα ελληνικά - σχεδόν, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
- праотец στα ελληνικά - πρόγονος, προπάτωρ, προπάτορός, forefather, προπάτορας
Τυχαίες λέξεις
Практика στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτική, άσκηση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Μεταφράσεις: πρακτική, άσκηση, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές