Равенство στα ελληνικά
Μετάφραση: равенство, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοτιμία, ισότητα, ισότητας, την ισότητα, της ισότητας, ισότητα των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- работничка στα ελληνικά - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
- работяга στα ελληνικά - σκληρά εργαζόμενος, σκληρό εργαζόμενο, σκληρός εργαζόμενος, δουλευταράς, εργαζόμενος σκληρά
- равнина στα ελληνικά - τομέας, σκέτος, πεδίο, κάμπος, σκέτο, πεδιάδα, χωράφι, ...
- равно στα ελληνικά - εξίσου, επίσης, εξ ίσου, ίδιο, ισότιμα
Τυχαίες λέξεις
Равенство στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοτιμία, ισότητα, ισότητας, την ισότητα, της ισότητας, ισότητα των
Μεταφράσεις: ισοτιμία, ισότητα, ισότητας, την ισότητα, της ισότητας, ισότητα των