Ранения στα ελληνικά

Μετάφραση: ранения, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματισμένος, λαβωμένος, τραυματίας, τραυματίες, τραυματίστηκαν, τραυματίστηκε, τραυματιών
Ранения στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • рама στα ελληνικά - άμαξα, βαγόνι, κορνίζα, πλαίσιο, πλαισίου, καρέ, σκελετό
  • ранен στα ελληνικά - νωρίς, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
  • ранния στα ελληνικά - λουτρό, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
  • рано στα ελληνικά - πρώιμος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Τυχαίες λέξεις
Ранения στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματισμένος, λαβωμένος, τραυματίας, τραυματίες, τραυματίστηκαν, τραυματίστηκε, τραυματιών