Реформа στα ελληνικά
Μετάφραση: реформа, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις
Μεταφράσεις
- ресурс στα ελληνικά - πόροι, πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου
- рефлектор στα ελληνικά - κάτοπτρο, ανακλαστήρα, ανακλαστήρας, κατόπτρου, του ανακλαστήρα
- реформация στα ελληνικά - αναμόρφωση, ανάπλαση, ανάπλασης, αναμόρφωσης, μεταρρύθμιση
- рецепти στα ελληνικά - συνταγή, συνταγές, συνταγών, τις συνταγές, συνταγές που, συνταγές του
Τυχαίες λέξεις
Реформа στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις