Речник στα ελληνικά
Μετάφραση: речник, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξήγηση, λεξικό, λούστρο, ερμηνεία, λεξιλόγιο, λεξικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- рецесия στα ελληνικά - ύφεση, ύφεσης, την ύφεση, κρίση, κρίσης
- рециклиране στα ελληνικά - ανακύκλωση, ανακύκλωσης, την ανακύκλωση, της ανακύκλωσης, η ανακύκλωση
- решат στα ελληνικά - αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
- решение στα ελληνικά - λήξη, τέλος, απόφαση, αποφασιστικότητα, αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Речник στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξήγηση, λεξικό, λούστρο, ερμηνεία, λεξιλόγιο, λεξικού
Μεταφράσεις: εξήγηση, λεξικό, λούστρο, ερμηνεία, λεξιλόγιο, λεξικού