Решетка στα ελληνικά
Μετάφραση: решетка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχάρα, πλέγμα, δίχτυ, δικτυωτό, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος, του δικτύου
Μεταφράσεις
- решат στα ελληνικά - αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
- решение στα ελληνικά - λήξη, τέλος, απόφαση, αποφασιστικότητα, αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, ...
- решето στα ελληνικά - κοσκινίζω, κρησαρίζω, σουρωτήρι, τρυπητό, σουρωτηριού, το σουρωτήρι, τρυπητό να
- риби στα ελληνικά - ψάρι, ψάρια, ψαριών, ιχθύων, τα ψάρια
Τυχαίες λέξεις
Решетка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχάρα, πλέγμα, δίχτυ, δικτυωτό, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος, του δικτύου
Μεταφράσεις: σχάρα, πλέγμα, δίχτυ, δικτυωτό, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος, του δικτύου