Ром στα ελληνικά

Μετάφραση: ром, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Ром στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • рок στα ελληνικά - θάνατος, ροκ, θύμα, κουνώ, πέτρα, λικνίζω, βράχος, ...
  • рока στα ελληνικά - άλσος, βράχος, βράχο, ροκ, βράχου, πέτρα
  • роман στα ελληνικά - υπόθεση, δεσμός, μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέων, νέες, ...
  • романтизъм στα ελληνικά - ρομαντισμός, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ο ρομαντισμός, τον ρομαντισμό
Τυχαίες λέξεις
Ром στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που