Ръчен στα ελληνικά

Μετάφραση: ръчен, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίδιο, οδηγίες, χρήσης, εγχειριδίου, το εγχειρίδιο
Ръчен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ръка στα ελληνικά - μπράτσο, χέρι, όπλο, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
  • ръководство στα ελληνικά - μόλυβδος, ηγεμονία, ηγεσία, λουρί, διοίκηση, ηγούμαι, ηγεσίας, ...
  • саби στα ελληνικά - σπαθιά, Ξίφη, Swords, Ξίφος, τα ξίφη
  • саван στα ελληνικά - σάβανο, κάλυμμα, σινδόνη, πέπλο, προεντατήρα
Τυχαίες λέξεις
Ръчен στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίδιο, οδηγίες, χρήσης, εγχειριδίου, το εγχειρίδιο