Случай στα ελληνικά
Μετάφραση: случай, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβάν, περίπτωση, γεγονός, τύχη, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, άθλημα, εκδήλωση, περιπτώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- слуга στα ελληνικά - υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
- слух στα ελληνικά - ακοή, φήμη, φημολογία, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
- случайния στα ελληνικά - τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων
- случайно στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, λάθος, κατά λάθος, τυχαία
Τυχαίες λέξεις
Случай στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβάν, περίπτωση, γεγονός, τύχη, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, άθλημα, εκδήλωση, περιπτώσει
Μεταφράσεις: συμβάν, περίπτωση, γεγονός, τύχη, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, άθλημα, εκδήλωση, περιπτώσει