Случка στα ελληνικά
Μετάφραση: случка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεισόδιο, συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- случайния στα ελληνικά - τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων
- случайно στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, λάθος, κατά λάθος, τυχαία
- слушате στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
- слънце στα ελληνικά - ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Τυχαίες λέξεις
Случка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεισόδιο, συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
Μεταφράσεις: επεισόδιο, συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει