Смях στα ελληνικά

Μετάφραση: смях, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
Смях στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • смъртност στα ελληνικά - θνησιμότητα, θνησιμότητας, θνησιμότητας λόγω, της θνησιμότητας, τη θνησιμότητα
  • смял στα ελληνικά - γέλια, γελάει, γέλιο
  • снаряд στα ελληνικά - βλήμα, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
  • снаряжение στα ελληνικά - ξάρτια, εξοπλίζω, στήνω, εξοπλισμός, στολή, ντύσιμο, εξάρτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Смях στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια