Спирам στα ελληνικά

Μετάφραση: спирам, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Спирам στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • спецификация στα ελληνικά - προσδιορισμός, προδιαγραφές, προδιαγραφή, προδιαγραφών, περιγραφή
  • спешна στα ελληνικά - βιασύνη, επείγον, έκτακτης ανάγκης, Επείγουσα, έκτακτης, επείγουσας ανάγκης
  • спиритуализъм στα ελληνικά - πνευματισμός, πνευματισμό, πνευματισμού, τον πνευματισμό, ο πνευματισμός
  • спирт στα ελληνικά - αλκοόλ, οινόπνευμα, πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά
Τυχαίες λέξεις
Спирам στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει