Убежище στα ελληνικά
Μετάφραση: убежище, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησφύγετο, άσυλο, καταφεύγω, προστατεύω, καταφύγιο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- у στα ελληνικά - σε, στο, στην, στη, στον
- убеждение στα ελληνικά - πειθώ, καταδίκη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
- убийство στα ελληνικά - φόνος, σκοτώνω, ανθρωποκτονία, ανθρωποκτονίας, ανθρωποκτονιών, ανθρωποκτονίες, για ανθρωποκτονία
- убийца στα ελληνικά - δολοφόνος, φόνισσα, δολοφόνο, φόνισσας
Τυχαίες λέξεις
Убежище στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησφύγετο, άσυλο, καταφεύγω, προστατεύω, καταφύγιο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Μεταφράσεις: κρησφύγετο, άσυλο, καταφεύγω, προστατεύω, καταφύγιο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου