Ученик στα ελληνικά

Μετάφραση: ученик, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόκιμος, φοιτητής, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών
Ученик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • учебник στα ελληνικά - βιβλίο, εγχειρίδιο, βιβλίου, εγχειριδίου, εγχειριδίων
  • учение στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
  • училище στα ελληνικά - σχολείο, σχολείου, το σχολείο, σχολή, του σχολείου
  • учител στα ελληνικά - δάσκαλος, καθηγήτρια, δασκάλα, καθηγητής, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
Τυχαίες λέξεις
Ученик στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόκιμος, φοιτητής, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών