Частица στα ελληνικά
Μετάφραση: частица, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύτταρο, μόριο, άτομο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- часовник στα ελληνικά - ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
- часовой στα ελληνικά - φρουρός, σκοπός, Sentry, φρουρό, φρουρού
- частичка στα ελληνικά - κόκκος, σπυρί, δημητριακά, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, ...
- частично στα ελληνικά - μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
Τυχαίες λέξεις
Частица στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύτταρο, μόριο, άτομο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Μεταφράσεις: κύτταρο, μόριο, άτομο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων