Σωμάτιο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωμάτιο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, телце, корпускула, кръвно телце, частицата
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωμάτιο
σωμάτιο pacini, σωμάτιο barr, ωχρό σωμάτιο, σωμάτιο higgs, πολικό σωμάτιο, σωμάτιο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωμάτιο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωλήνωση στα βουλγαρικά - тръба, тръби, тръбопроводи, тръбичка, тръбички
- σωληνοειδής στα βουλγαρικά - тръбен, тръбна, тубулна, тръбно, тубуларна
- σωματίδιο στα βουλγαρικά - частица, частиците, на частиците, частици, частичките
- σωματείο στα βουλγαρικά - клуб, корпорация, Corporation, корпоративен, корпоративния, Корпорейшън
Τυχαίες λέξεις
Σωμάτιο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: частица, телце, корпускула, кръвно телце, частицата
Μεταφράσεις: частица, телце, корпускула, кръвно телце, частицата