Юрисдикция στα ελληνικά
Μετάφραση: юрисдикция, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- южен στα ελληνικά - νότιος, μεσημβρινός, νότος, νότια, νότιο, νότιας, νότιες
- юноша στα ελληνικά - νεαρός, παιδί, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
- юриспруденция στα ελληνικά - νομολογία, νόμος, νομολογίας, τη νομολογία, νομολογία του, της νομολογίας
- юрист στα ελληνικά - δικηγόρος, δικηγόρο, δικηγόρου, τον δικηγόρο, ο δικηγόρος
Τυχαίες λέξεις
Юрисдикция στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία