Édifier στα ελληνικά
Μετάφραση: édifier, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορμοστασιά, οικοδομώ, χτίζω, κάνω, μπόι, υψώνω, ανεγείρω, εξαναγκάζω, πισινός, διαπιστώνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, καθιερώνω, ανυψώνω, εποικοδομώ, διαπλάθω, οικοδομεί, οικοδομεί τους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affrioler στα ελληνικά - παρασύρω, κράχτης, γνέφω, δόλωμα, δελεάζω, δελεαστικός, δελεαστική, ...
- allumez στα ελληνικά - φωτερός, φωτίζω, ξανθός, ανάβω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, ...
- catégorisent στα ελληνικά - κατηγοριοποίηση, κατηγοριοποιήσετε, κατηγοριοποιούν, κατηγοριοποιήσει, κατηγοριοποιήσουν
- clarifie στα ελληνικά - αποσαφηνίζει, διευκρινίζει, διασαφηνίζει, αποσαφηνίζεται
Τυχαίες λέξεις
Édifier στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορμοστασιά, οικοδομώ, χτίζω, κάνω, μπόι, υψώνω, ανεγείρω, εξαναγκάζω, πισινός, διαπιστώνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, καθιερώνω, ανυψώνω, εποικοδομώ, διαπλάθω, οικοδομεί, οικοδομεί τους
Μεταφράσεις: κορμοστασιά, οικοδομώ, χτίζω, κάνω, μπόι, υψώνω, ανεγείρω, εξαναγκάζω, πισινός, διαπιστώνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, καθιερώνω, ανυψώνω, εποικοδομώ, διαπλάθω, οικοδομεί, οικοδομεί τους