Élargissant στα ελληνικά
Μετάφραση: élargissant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεύρυνση, επέκταση, επεκτείνοντας, την επέκταση, επεκτείνεται, επέκτασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annula στα ελληνικά - ακυρώθηκε, ακυρώσεις, ακυρωθεί, ακυρώσεις τουλάχιστον, ακυρώνεται
- astigmate στα ελληνικά - αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές
- avalés στα ελληνικά - κατάποσης, κατάπιε, καταποθούν, καταπίνεται, καταποθεί
- campées στα ελληνικά - στρατοπέδευσε, στρατοπεδεύσει, στρατοπέδευσαν, εστρατοπεδευσαν, εστρατοπέδευσαν
Τυχαίες λέξεις
Élargissant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεύρυνση, επέκταση, επεκτείνοντας, την επέκταση, επεκτείνεται, επέκτασης
Μεταφράσεις: διεύρυνση, επέκταση, επεκτείνοντας, την επέκταση, επεκτείνεται, επέκτασης