Élastique στα ελληνικά

Μετάφραση: élastique, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμα, μένω, μαστίχα, εύκαμπτος, ζωντανός, ευλύγιστος, λαστιχένιος, ελαστικός, ζωηρός, ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Élastique στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affilée στα ελληνικά - ευθεία, ίσια, ευθείας, ευθείες
  • ajoutée στα ελληνικά - προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθενται, προστίθεται, πρόσθεσε
  • allotropie στα ελληνικά - αλλοτροπία
Τυχαίες λέξεις
Élastique στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμα, μένω, μαστίχα, εύκαμπτος, ζωντανός, ευλύγιστος, λαστιχένιος, ελαστικός, ζωηρός, ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών