Épousée στα ελληνικά
Μετάφραση: épousée, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acquiescé στα ελληνικά - συναινέσει, συναίνεσε, συγκατατεθεί, συναίνεσαν, συγκατατέθηκε
- agglomérer στα ελληνικά - προστίθεμαι, συσσωμάτωμα, μαζεύομαι, στοιβάδα, μαζικός, περισυλλέγω, αγέλη, ...
- ajournons στα ελληνικά - αναβάλλω, διακόπτω, αναβάλλει, αναβάλει, διακόψουμε
- as στα ελληνικά - πιστόλι, καραμπίνα, όπλο, κανόνι, άσσος, ACE, ΜΕΑ, ...
Τυχαίες λέξεις
Épousée στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Μεταφράσεις: παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι