Épousées στα ελληνικά
Μετάφραση: épousées, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντρεμένος, παντρεμένη, ευαγγελίζεται, ενστερνίστηκε, ενστερνίζεται, ασπάζεται, που ασπάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accoste στα ελληνικά - accosts
- accrochant στα ελληνικά - κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
- assourdissez στα ελληνικά - κουκουλώνω, πνίγω, βουβός, Σίγαση, σίγασης, Mute, τη σίγαση
Τυχαίες λέξεις
Épousées στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντρεμένος, παντρεμένη, ευαγγελίζεται, ενστερνίστηκε, ενστερνίζεται, ασπάζεται, που ασπάζεται
Μεταφράσεις: παντρεμένος, παντρεμένη, ευαγγελίζεται, ενστερνίστηκε, ενστερνίζεται, ασπάζεται, που ασπάζεται