Équiper στα ελληνικά
Μετάφραση: équiper, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγάζω, προικίζω, προνοώ, παρέχω, παροχή, χορήγηση, εξοπλισμός, προμηθεύω, εξυπηρετώ, επιπλώνω, προμήθεια, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aboutissement στα ελληνικά - έκβαση, τεύχος, σκορ, προϊόν, άθλημα, γεγονός, επίπτωση, ...
- antilope στα ελληνικά - αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του
- arrondit στα ελληνικά - γύρους, γύροι, κύκλους, γύρων, κύκλοι
- cannibale στα ελληνικά - καννίβαλος, ανθρωποφάγος, Cannibal, κανίβαλος, κανιβάλων
Τυχαίες λέξεις
Équiper στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγάζω, προικίζω, προνοώ, παρέχω, παροχή, χορήγηση, εξοπλισμός, προμηθεύω, εξυπηρετώ, επιπλώνω, προμήθεια, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Μεταφράσεις: στεγάζω, προικίζω, προνοώ, παρέχω, παροχή, χορήγηση, εξοπλισμός, προμηθεύω, εξυπηρετώ, επιπλώνω, προμήθεια, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν