Étanche στα ελληνικά
Μετάφραση: étanche, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάβροχος, στενός, σφιχτός, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abonnés στα ελληνικά - συνδρομητές, συνδρομητών, οι συνδρομητές, τους συνδρομητές, των συνδρομητών
- activiste στα ελληνικά - ακτιβιστής, ακτιβιστή, ακτιβίστρια, ακτιβιστών, ενεργό
- aiguisé στα ελληνικά - έντονος, έντονο, πρόθυμοι, επιθυμεί, έντονη
- autorisés στα ελληνικά - επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
Τυχαίες λέξεις
Étanche στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάβροχος, στενός, σφιχτός, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
Μεταφράσεις: αδιάβροχος, στενός, σφιχτός, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες